Πότε ήρθαν οι πρώτοι τουρίστες στην Ελλάδα: Η «βαριά βιομηχανία» από τα Ξενία μέχρι τα εξάστερα
Του Σταύρου Γριμάνη.

Πόσο άλλαξε ο ελληνικός τουρισμός τις τελευταίες δεκαετίες - Πώς η Ελλάδα από τόπος διακοπών για λίγους ξένους και πολλούς Έλληνες έγινε περιζήτητος διεθνής προορισμός.

Ενας από τους κλάδους που έχει μεταμορφωθεί μέσα στις τελευταίες δεκαετίες -περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον- είναι αυτός του τουρισμού. Κάτι που διαφαίνεται ξεκάθαρα τόσο από τα αριθμητικά μεγέθη των ξένων επισκεπτών και τη διαφορετική πλέον συμπεριφορά των Ελλήνων όσο και από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των υποδομών. Οι εικόνες από το παλιό καλό ελληνικό καλοκαίρι, «την εποχή που στήνονται τα όνειρα», κατά τον Ελύτη, μοιάζουν αχνές και μακρινές. Εκείνη η περίοδος με τις διακοπές μακράς διαρκείας, αρχικά σε κάποιο νησιωτικό ή χερσαίο προορισμό και στη συνέχεια στις πατρογονικές εστίες της επαρχίας, έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

Ακόμη και αυτή όμως η νοσταλγική ανάμνηση αποτυπώνει υποκειμενικές εμπειρίες που δεν ήταν ούτε τότε για όλους, αλλά σίγουρα ήταν για πολύ περισσότερους απ’ ό,τι στις μέρες μας, όπου για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η ολιγοήμερη παραμονή στον τόπο καταγωγής -για όσους διαθέτουν τέτοιον εκτός των αστικών κέντρων- αποτελεί πλέον τη μοναδική δυνατότητα απόδρασης. Είναι και η πατίνα του χρόνου βέβαια που καθιστά ό,τι ανήκει στο παρελθόν πιο γοητευτικό, που αφαιρεί τις ενοχλητικές «γωνίες» και δυσκολίες άλλων εποχών και ταυτόχρονα φωτίζει τη σημερινή δυσχερή πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε πλέον για ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο τουρισμού, με σαφώς διαφορετική στόχευση και με άλλου επιπέδου προσφερόμενες υπηρεσίες, που απευθύνονται σε όσους διαθέτουν εισόδημα ικανό να ανταποκριθεί στο υψηλό κόστος. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για μια νέα εποχή, όπου το αξίωμα «ήλιος και θάλασσα» δεν είναι αρκετό, αλλά εμπλουτίζεται με διάφορα κομφόρ, όπως οι πισίνες υπερχείλισης, οι οποίες τείνουν να γίνουν must για τα περισσότερα σύγχρονα καταλύματα. Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν τα πράγματα ήταν πιο απλά...

Η αφετηρία
Αναζητώντας την πιο σύγχρονη αφετηρία του ελληνικού τουρισμού, δεδομένου ότι το φαινόμενο απαντάται ήδη από την αρχαιότητα, θα πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι στον χρόνο μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το απαράμιλλο ελληνικό φυσικό κάλλος, σε συνδυασμό με την αίγλη των αρχαίων μνημείων που έκαναν τη χώρα «ζωντανό μουσείο», προσέλκυε πολύ νωρίς εύπορους και τολμηρούς ταξιδιώτες. Αλλωστε το πρώτο ξενοδοχείο στην Αθήνα, το «Hotel d'Europe», χρονολογείται από το 1832 - και ήταν το μοναδικό μέχρι την ανέγερση του «Αίολος» στην Πλάκα που κατασκευάστηκε μεταξύ 1835-1837 από τον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.

Μετά από αυτή τη φάση του περιηγητικού και επιμορφωτικού κυρίως τουρισμού, στη μικρή τότε πρωτεύουσα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα ταξιδιωτών, αναδεικνύοντας την έλλειψη βασικών υποδομών. Εκείνη την εποχή, το 1874, άνοιξε τις πύλες του το πλέον εμβληματικό ξενοδοχείο της Αθήνας, η «Μεγάλη Βρεταννία», που έθεσε ψηλά τον πήχη καθορίζοντας τις εξελίξεις.

Παράλληλα, από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα αναπτύσσονται οι λουτροπόλεις, όπως το Λουτράκι και τα Μέθανα με τα ξενοδοχεία τους, με το «Παλλάς» ή το «Μέγα Ξενοδοχείο Ζαχαράτου» να ξεχωρίζουν. Ακόμη νωρίτερα είχε «ανακαλυφθεί» η Αιδηψός με το «Ηράκλειον», ένα από τα πρώτα ξενοδοχεία που δημιουργήθηκαν στην περιοχή το 1901 (μαζί με ορισμένα ακόμη, όπως τα «Στάδιον», «Αίγλη», «Αι Πηγαί», «Αύρα», «Ακτή», «Ιστιαία» κ.ά.). Η τεράστια τραπεζαρία του με τις ροτόντες ντυμένες με λινά τραπεζομάντιλα, οι εντυπωσιακοί πολυέλαιοι, η μαρμάρινη σκάλα με την ξύλινη κουπαστή, τα σιδερένια κάγκελα με τα περίτεχνα σχέδια, καθώς και τα πολυτελή δωμάτια έμειναν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη όσων φιλοξενήθηκαν εκεί. Η Αιδηψός υπήρξε τότε κοσμοπολίτικος προορισμός, με το «παρών» να δίνουν από βιομήχανοι και εφοπλιστές μέχρι πολιτικοί όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, καλλιτέχνες όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη και διανοούμενοι - μεταξύ αυτών και ο Κωστής Παλαμάς που ανήκε στους πιστούς του «Ηράκλειον» και συνήθιζε να γράφει στο κιόσκι του κήπου.

Ο ΕΟΤ και τα πρώτα βήματα
Με την Ελλάδα να μαγνητίζει όλο και περισσότερους ξένους, το 1919 ιδρύεται το Γραφείο Ξένων και Εκθέσεων, με αρμοδιότητες την εποπτεία των ξενοδοχείων, των συγκοινωνιών, την κατάσταση και την εικόνα των πόλεων, αλλά και την προβολή της χώρας στο εξωτερικό. Μια δεκαετία αργότερα, το 1929, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου το Γραφείο Ξένων και Εκθέσεων εξελίσσεται στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, τον ΕΟΤ, που γίνεται ο βασικός βραχίονας για την προσέλκυση ξένων τουριστών. Με αυτό τον στόχο, την ίδια κιόλας περίοδο ξεκινά η δημιουργία των περίφημων αφισών του ΕΟΤ, με τις πρώτες να φέρουν την υπογραφή της διάσημης φωτογράφου Nelly’s, προβάλλοντας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Λίγο αργότερα γίνεται παραγωγή μέχρι και ταινιών μικρού μήκους για τα «Επίκαιρα» των κινηματογράφων στις ξένες χώρες.

Ολη αυτή η σημαντική προσπάθεια απέφερε καρπούς και είναι χαρακτηριστικό ότι το 1937 ήρθαν στην Ελλάδα 160.000 τουρίστες, αριθμός πρωτοφανής για την εποχή. Η «άνοιξη» δεν κράτησε πολύ, καθώς επί δικτατορίας Μεταξά ο ΕΟΤ καταργείται και ακολουθεί η μεγάλη περιπέτεια του πολέμου και της κατοχής.

Με την απελευθέρωση και μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ δημιουργούνται νέες υποδομές και λανσάρονται ως τουριστικοί προορισμοί η Αθήνα, η Ρόδος και η Κέρκυρα. Το 1950 με την επανίδρυση του ΕΟΤ ξεκινά μια οργανωμένη προσπάθεια αφενός προβολής της χώρας, αφετέρου στησίματος σύγχρονων ξενοδοχείων από το Δημόσιο, με ταυτόχρονη κινητοποίηση και ιδιωτικών επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, βγαίνουν όλο και περισσότερες αφίσες του ΕΟΤ -με τη συμμετοχή σπουδαίων καλλιτεχνών-, που αποτελούν μια μοναδική ιστορική αποτύπωση της εξέλιξης του ελληνικού τουρισμού.

Μέσα στη δεκαετία του ’50 η εικόνα της χώρας αρχίζει να αλλάζει: το 1954 με τα εγκαίνια του Φεστιβάλ Επιδαύρου και το «αστέρι» της Μυκόνου να αναδύεται παράλληλα με τους παραδοσιακούς προορισμούς, το 1959 με την πρώτη οργανωμένη πλαζ (της Βουλιαγμένης) να ανοίγει τις πύλες της, αλλά και με τον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης να γράφει τον πρόλογο της δικής του μεγάλης ιστορίας. Τον Απρίλιο του 1963 έρχεται ένα ακόμη ορόσημο για τον εγχώριο τουρισμό με τα εγκαίνια του «Athens Hilton», που συγκέντρωσαν την αφρόκρεμα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου, κάθε λογής celebrities και επίλεκτα μέλη του διεθνούς jet set.

Το κεφάλαιο «Ξενία»
Ανάμεσα στις πολλές πρωτοβουλίες και δράσεις που συνθέτουν την καθοριστική συμβολή του ΕΟΤ στην ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού, κορυφαία θέση κατέχει η δημιουργία των ξενοδοχείων «Ξενία». Το εν λόγω πρόγραμμα ξεκίνησε το 1951 με στόχο τη δημιουργία σύγχρονων και λειτουργικών ξενοδοχείων σε όλη την Ελλάδα. Το όλο εγχείρημα εξελίχθηκε από ένα σημείο και μετά υπό την εποπτεία του σπουδαίου αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος έχτισε το πρώτο Ξενία με τη δική του υπογραφή στην Ανδρο το 1958. Πλαισιωμένος από άλλους σημαντικούς αρχιτέκτονες, όπως οι Ιωάννης Τριανταφυλλίδης, Κώστας Σταμάτης, Χαράλαμπος Σφαέλος, Γιώργος Νικολετόπουλος, Φίλιππος Βώκος, Π. Βασιλειάδης κ.ά., δημιούργησαν μια αλυσίδα από 54 Ξενία σε ισάριθμους προορισμούς - από τον Αργοσαρωνικό και τη Μακεδονία μέχρι τη Θεσσαλία, την Ηπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, την Πελοπόννησο και την Κρήτη.

Τα τέσσερα πρώτα ανεγέρθηκαν στο Ναύπλιο, στους Δελφούς, στη Μύκονο (το 1953 από τον Π. Βασιλειάδη, για να ακολουθήσει και δεύτερο το 1962 από τον Α. Κωνσταντινίδη) και την Καστοριά, ενώ το τελευταίο ήταν το Ξενία Ναυπάκτου το 1980. Βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν η άριστη συναρμογή με το φυσικό τοπίο, οι λιτές και πρωτοποριακές γραμμές και η απλότητα των υποδομών. Θα έλεγε κανείς ότι τα περισσότερα διαπνέονταν από την ασκητική λογική του Κωνσταντινίδη, προσφέροντας ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια χωρίς ίχνος πολυτέλειας και άλλες ανέσεις, όπως πισίνες κ.λπ. Αλλωστε γιατί να υπάρχει πισίνα όταν λίγα μέτρα μακριά κυριαρχούσε το ανόθευτο γαλάζιο των πεντακάθαρων παραλιών; Δεδομένου ότι όλα τα Ξενία βρίσκονταν ιδανικά τοποθετημένα στα καλύτερα σημεία των προορισμών, η λογική ήταν να χρησιμεύουν για μια ολιγόωρη ανάπαυση από την εξερεύνηση του κάθε τόπου και την επαφή με τη φύση.

Η τύχη των Ξενία ήταν... σκοτεινή και άδικη, καθώς από τα τέλη της δεκαετίας του '80 το κράτος αποδείχτηκε ανίκανο να τα διαχειριστεί αποτελεσματικά, οι απαιτήσεις στην τουριστική αγορά άλλαξαν και αυτά σταδιακά εγκαταλείφθηκαν. Το τελευταίο ήταν αυτό στο Παλιούρι Χαλκιδικής που έκλεισε το 1997. Στη συνέχεια, ορισμένα από αυτά, μετά από διαγωνισμούς, πέρασαν σε ιδιώτες, ενώ τα περισσότερα είτε γκρεμίστηκαν είτε παραμένουν ερειπωμένα κρύβοντας στα χαλάσματά τους ένα σημαντικό κεφάλαιο του ελληνικού τουρισμού.

Το σημερινό σκηνικό
Σε αντίθεση με το παρελθόν, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έγινε πόλος έλξης διεθνών τουριστικών ομίλων που προχωρούν σε μεγάλες επενδύσεις ώστε μέσω εξαγορών υφιστάμενων μονάδων ή δημιουργίας νέων να αποκτήσουν θέση στους δημοφιλείς ή και στους ανερχόμενους προορισμούς της χώρας. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ισχυροί ελληνικοί όμιλοι του κλάδου.

Ετσι, η Αθήνα έχει γεμίσει με boutique hotels ξένων αλυσίδων, ενώ σε επιλεγμένες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές τα πεντάστερα φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Αντίστοιχες των υψηλών επενδύσεων για υπερπολυτελή συγκροτήματα είναι και οι τιμές που διαρκώς αυξάνονται. Με αποτέλεσμα η χώρα μας να μην αποτελεί πλέον «φθηνό» προορισμό όχι μόνο για τον εγχώριο τουρισμό, αλλά και για τον εισερχόμενο, κινδυνεύοντας να απολέσει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Πώς η Ελλάδα έγινε προορισμός
Η ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα συμβαδίζει σε έναν βαθμό με τη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση, αλλά με κάποιους αστερίσκους. Στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκινά μια νέα περίοδος άνθησης, καθώς ο τουρισμός παύει να είναι προνόμιο των εύπορων και αρχίζει να απευθύνεται σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, σε συνδυασμό με την αύξηση των συγκοινωνιών και των μεταφορικών μέσων που καθιστούν ευκολότερα τα ταξίδια. Η Ελλάδα εισήλθε με σχετική καθυστέρηση σε αυτή τη νέα φάση, καθώς μέχρι το 1949 βρισκόταν επιπρόσθετα στη δίνη του Εμφυλίου.

Παρότι ήδη από τη δεκαετία του ’20 -και περισσότερο του ’30- η ελληνική Πολιτεία έδειχνε και μέσω του ΕΟΤ ότι «μετρούσε» αυτή την οικονομική δραστηριότητα, δεν υπήρχαν ακόμη ούτε οργανωμένες υποδομές, ούτε το εξειδικευμένο προσωπικό που θα την υποστήριζαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1950 οι ξένοι τουρίστες που ήρθαν στη χώρα μας ήταν μόλις 33.300 - εκείνη την εποχή είχαν ακόμη ως βασικό προορισμό την Αθήνα και τα μοναδικά αρχαιολογικά και πολιτιστικά μνημεία της.

Το σκηνικό αλλάζει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη της καθηγήτριας του ΑΠΘ Στέλλας Κωστοπούλου, αλλά και με βάση στατιστικά στοιχεία του ΣΕΤΕ, το 1960 καταγράφεται θεαματική -συγκριτικά- αύξηση των αφίξεων, που εκείνη τη χρονιά προσεγγίζουν τις 399.400. Η ανάπτυξη του κλάδου, στην οποία συνέβαλαν -μεταξύ άλλων- παράγοντες όπως η αύξηση των οικογενειακών εισοδημάτων, η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας και η θεσμοθέτηση του ελεύθερου χρόνου για διακοπές, αποτυπώνεται στις σχετικές επιδόσεις.

Ετσι, το 1970 οι αφίξεις ξεπερνούν το 1,6 εκατομμύριο (+302,87% σε σχέση με το 1960), με τους ξένους να μαγνητίζονται από τα νησιά και τις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας. Το 1980 οι αφίξεις φτάνουν πλέον στα 5,2 εκατομμύρια (+227,56% σε σχέση με το 1970), για να ακολουθήσει μια περίοδος στασιμότητας, με το τουριστικό ρεύμα να ενισχύεται από το 1984 και μετά. Το 1990 οι αφίξεις αυξήθηκαν στα 8,87 εκατομμύρια, με τις εισπράξεις να μην ξεπερνούν τα 3 δισ.

Η γεωπολιτικά διακεκαυμένη συγκυρία (κατάρρευση καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, πόλεμος στον Περσικό Κόλπο) επηρέασε και τον ελληνικό τουρισμό, με τις αφίξεις να μειώνονται το 1991 στα 8,3 εκατομμύρια. Γενικότερα, την περίοδο από το 1967 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’90 «εισβάλει» το μοντέλο του μαζικού τουρισμού, που συνοδεύεται από τη σταδιακή δημιουργία μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων και μικρότερων καταλυμάτων. Στην πορεία, το μοντέλο αυτό βρέθηκε σε κρίση, οδηγώντας στην ανάγκη χάραξης νέας τουριστικής στρατηγικής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Ακολούθησε μια περίοδος ανάκαμψης και το 1998 οι αφίξεις έφτασαν τα 11,1 εκατομμύρια, με τις εισπράξεις να κινούνται πέριξ των 7 δισ., ενώ πλέον το 2000 οι αφίξεις ξεπέρασαν τα 13 εκατομμύρια.

Η πορεία αφίξεων και δαπανών
Την τελευταία 15ετία, με την Ελλάδα να έχει καταστεί ένας από τους σημαντικούς διεθνείς προορισμούς, οι υποδομές και οι προσφερόμενες υπηρεσίες έχουν αναβαθμιστεί με μεγάλες επενδύσεις εγχώριων και ξένων ομίλων. Παράλληλα, ο τουρισμός δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως «βαριά βιομηχανία» λόγω της διαρκούς αύξησης των αφίξεων και των εσόδων αποτελώντας πυλώνα ανάπτυξης.

Με βάση τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ και της Τραπέζης της Ελλάδος (χωρίς να περιλαμβάνεται η κρουαζιέρα), το 2010 οι αφίξεις ήταν 15 εκατομμύρια, με τις συνολικές δαπάνες να φτάνουν τα 9,61 δισ. ευρώ. Το 2014 οι αφίξεις ξεπέρασαν το όριο των 20 εκατομμυρίων, φτάνοντας τα 22,03 εκατομμύρια, και οι δαπάνες τα 13 δισ. ευρώ. Το 2018 οι αφίξεις έσπασαν για πρώτη φορά το φράγμα των 30 εκατομμυρίων, 30,12 εκατομμύρια, με τις δαπάνες να διαμορφώνονται σε 15,65 δισ. ευρώ, μεγέθη που ενισχύθηκαν περαιτέρω στα 31,35 εκατομμύρια και 17,68 δισ. αντίστοιχα το 2019.

Και μετά... ήρθε η πανδημία του κορωνοϊού που πάγωσε τα πάντα. Ετσι, το 2020 είχαμε μόλις 7,38 εκατομμύρια αφίξεις, με τις δαπάνες να καταγράφουν ραγδαία πτώση στα 4,31 δισ. ευρώ, επιστρέφοντας δηλαδή στη δεκαετία του ’80. Την επόμενη χρονιά, το 2021, υπήρξε μια σχετική ανάκαμψη των αφίξεων στα 14,7 εκατομμύρια και των δαπανών στα 10,33 δισ. ευρώ, με τα μεγέθη να βελτιώνονται περαιτέρω το 2022 με 22,84 εκατομμύρια αφίξεις και 17,26 δισ. ευρώ δαπάνες.

Από το 2023 σημειώνεται επιστροφή στην κανονικότητα με αυξημένες επιδόσεις τόσο στις αφίξεις (32,73 εκατομμύρια) όσο και στις δαπάνες (19,75 δισ. ευρώ). Το 2024 καταγράφηκε ρεκόρ, με τις αφίξεις να ανέρχονται σε 36 εκατομμύρια, αυξημένες κατά 9,8% σε σχέση με το 2023 και κατά 6% σε σύγκριση με το 2019, και τις δαπάνες στα 20,6 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα από την κρουαζιέρα σημείωσαν μεγάλη αύξηση κατά 31,2% και ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ.

Ετσι, το σύνολο των εσόδων, συνυπολογιζομένων αυτών από την κρουαζιέρα, ανήλθαν σε 21,7 δισ. ευρώ. Κατά το ΙΝΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουριστικού τομέα υπολογίζεται σε 30,2 δισ. ευρώ το 2024, που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ, ενώ αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά, το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει το 30% του ΑΕΠ, αναδεικνύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του για την εθνική οικονομία.

Η τουριστική δραστηριότητα, ωστόσο, παραμένει κατά κύριο λόγο εξαγωγική, αφού το 84,4% των εισπράξεων προέρχονται από τον εισερχόμενο τουρισμό. Ακόμη, το 2024 τα ξενοδοχεία κατέγραψαν κύκλο εργασιών 11,4 δισ. ευρώ έναντι 10,6 το 2023 -με την αύξηση να είναι μεγαλύτερη στα 5 και 4 αστέρων-, με τις νέες επενδύσεις να φτάνουν το 1 δισ. ευρώ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα 36 εκατομμύρια αφίξεων του 2024, τα 14,5 προήλθαν από χώρες της Ευρωζώνης, τα 7,3 από χώρες της Ε.Ε. εκτός Ευρωζώνης και τα 14,15 από λοιπές χώρες.

Οσον αφορά στη μέση κατά κεφαλή δαπάνη (εξαιρουμένης της κρουαζιέρας), το 2010 ήταν στα 640 ευρώ, έφτασε στα 702 ευρώ το 2021 και το 2024 μειώθηκε στα 573 ευρώ.
Η εξέλιξη

Η σταδιακή αλλαγή του ελληνικού τουρισμού αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο και στην αντίστοιχη ποσοτική και ποιοτική εξέλιξη του ξενοδοχειακού δυναμικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, το 2024 λειτουργούσαν σε όλη την επικράτεια 835 ξενοδοχεία 5 αστέρων με 109.628 δωμάτια και 229.715 κλίνες, έναντι 792 5άστερων μονάδων το 2023 και 744 το 2022. Επίσης, πέρυσι υπήρχαν 1.898 μονάδες 4 αστέρων με 130.705 δωμάτια και 262.648 κλίνες, καθώς και 2.973 μονάδες 3 αστέρων με 101.060 δωμάτια και 198.963 κλίνες. Μαζί με τις υπόλοιπες των 2 και 1 αστέρων το σύνολο των μονάδων το 2024 ήταν 10.104 με 447.363 δωμάτια και 894.854 κλίνες.

Μία δεκαετία πριν, το 2015, οι μονάδες 5 αστέρων σε όλη την επικράτεια ήταν 412 με 62.756 δωμάτια και 127.594 κλίνες. Αντίστοιχα, οι μονάδες 4 αστέρων ήταν 1.332 με 101.646 δωμάτια και 197.057 κλίνες, ενώ των 3 αστέρων 2.424 με 96.234 δωμάτια και 184.915 κλίνες. Συνολικά, το 2015 λειτουργούσαν 9.728 μονάδες με 404.587 δωμάτια και 781.090 κλίνες.

Γυρνώντας το ρολόι του χρόνου στο εμβληματικό ορόσημο της νέας χιλιετίας, το 2000, το ξενοδοχειακό δυναμικό του ελληνικού τουρισμού διέθετε 83 μονάδες πολυτελείας (κατά την τότε κατάταξη), με 78.816 δωμάτια και 149.782 κλίνες. Στην κατηγορία της Α’ Τάξεως υπήρχαν 792 μονάδες με 78.816 δωμάτια και 149.782 κλίνες, ενώ της Β’ Τάξεως 1.499 μονάδες με 76.207 δωμάτια και 145.097 κλίνες. Μαζί με τα ξενοδοχεία χαμηλότερης διαβάθμισης (Γ’, Δ’ και Ε’ Τάξεως), το σύνολο του δυναμικού έφτανε τις 8.073 μονάδες με 312.993 δωμάτια και 593.990 κλίνες.

Ακόμη πιο πίσω, το 1990, στην Ελλάδα λειτουργούσαν μόλις 45 μονάδες πολυτελείας με 10.178 δωμάτια και 20.231 κλίνες. Στην κατηγορία Α’ Τάξεως υπήρχαν 470 μονάδες με 50.163 δωμάτια και 94.293 κλίνες και σε αυτήν της Β’ Τάξεως 1.571 μονάδες με 64.591 δωμάτια και 122.269 κλίνες. Συνολικά εκείνη την περίοδο, πριν από 35 χρόνια, λειτουργούσαν στη χώρα 6.423 μονάδες με 224.882 δωμάτια και 423.660 κλίνες. Ασφαλώς σε όλα τα παραπάνω δεν περιλαμβάνονταν πολλά από τα μικρά ενοικιαζόμενα δωμάτια που υπήρχαν από τότε και στη συνέχεια αυξήθηκαν στους περισσότερους δημοφιλείς προορισμούς.

Πού είναι τα 5άστερα
Ενδιαφέρον εμφανίζει και η κατανομή των 5άστερων ξενοδοχείων κατά περιφέρεια. Τα σκήπτρα, όπως είναι αναμενόμενο, σε επίπεδο πολυτελών μονάδων κρατούν το Νότιο Αιγαίο, η Κρήτη και το Ιόνιο.

Ετσι, το 2024 από τις 835 μονάδες 5 αστέρων οι 311 βρίσκονταν στο Ν. Αιγαίο, οι 177 στην Κρήτη, οι 85 στο Ιόνιο, οι 69 στην Κεντρική Μακεδονία, οι 61 στην Αττική, οι 37 στην Πελοπόννησο. Από εκεί και πέρα, στη Θεσσαλία υπήρχαν 29, στην Ηπειρο 21, στην Ανατολική Μακεδονία - Θράκη 14, στο Βόρειο Αιγαίο 12, στη Δυτική Ελλάδα 8, στη Στερεά Ελλάδα 7 και στη Δυτική Μακεδονία 4.

Οι προκλήσεις
Ο κλάδος του τουρισμού διεθνώς βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με σοβαρές προκλήσεις, κάτι που ασφαλώς επηρεάζει και τη χώρα μας. Οπως αναφέρεται από το ΙΝΣΕΤΕ για τις κύριες προκλήσεις το 2025, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η μεγαλύτερη από αυτές για το 58% των ερωτηθέντων σε σχετική έρευνα είναι το υψηλό κόστος μεταφορών και διαμονής. Ακολουθούν άλλοι οικονομικοί παράγοντες με 51%, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι με 31% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα με 28%. Ακόμη, οι ελλείψεις προσωπικού συνεχίζουν να επηρεάζουν τον κλάδο, η χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη αποτελεί επίσης πρόκληση για το 20%, ενώ οι απαιτήσεις ταξιδιού, όπως οι διαδικασίες θεώρησης (visa), αναφέρθηκαν από το 19%.

Η συμφόρηση επισκεπτών σε προορισμούς αποτελεί έναν ακόμα ανασταλτικό παράγοντα, με το 17% να τη θεωρεί κρίσιμο πρόβλημα. Παράλληλα, η συμφόρηση αεροδρομίων, οι καθυστερήσεις και οι ακυρώσεις πτήσεων καταγράφηκαν ως προκλήσεις από το 12% των ειδικών. Τέλος, η συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία αναφέρθηκαν από το 10%, υπογραμμίζοντας την αβεβαιότητα που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εντάσεις για τον παγκόσμιο τουρισμό.

Νέα εποχή - Νέο αφήγημα
Πάντως, δεν είναι λίγοι αυτοί που διαβλέπουν ότι οδεύουμε σε μια αλλαγή μοντέλου στον τουρισμό -ειδικά των χωρών της Μεσογείου και της Νότιας Ευρώπης- λόγω κλιματικής και οικονομικής κρίσης.

Οι διαδοχικοί έντονοι καύσωνες που θα γίνονται όλο και συχνότεροι, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών του τουριστικού προϊόντος, τη μείωση των εισοδημάτων στα μαζικά target groups και τα φαινόμενα υπερτουρισμού, τείνουν να αποδυναμώσουν την παραδοσιακή high season του Ιουλίου και του Αυγούστου, ενισχύοντας παράλληλα τη φθινοπωρινή περίοδο - που και στην Ελλάδα αποτελεί πλέον μέρος της βασικής σεζόν.

Ανοδικές τάσεις παρατηρούνται επίσης την άνοιξη λόγω ηπιότερων και φιλικότερων καιρικών συνθηκών, αλλά και χαμηλότερων τιμών ή έστω πιο κοντινών σε εκείνες που μπορεί να αντέξει το πορτοφόλι του μέσου τουρίστα. Από αυτή την άποψη, πιθανότατα ο «χάρτης» του μαζικού τουρισμού στον οποίο ποντάρει τόσο η Ελλάδα όσο και οι άμεσα ανταγωνιστικές χώρες θα ξαναγραφτεί.

Προκύπτει επομένως η ανάγκη ή και μια ευκαιρία να αναζητηθεί άμεσα ένα «νέο αφήγημα» και για τον ελληνικό τουρισμό. Ικανό να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα, τις υπερβολές και τα λάθη, θέτοντας παράλληλα στο επίκεντρο και τον αρκετά παραγκωνισμένο τα τελευταία χρόνια Ελληνα τουρίστα.

Φωτογραφία: Shutterstock

protothema.gr