Η δεινή κατάσταση των συστημάτων υγείας μετά την πανδημία
Ο COVID-19 ήταν η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε η δημόσια υγεία τον τελευταίο αιώνα. Μεταξύ 2019 και 2020, η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία αυξήθηκε κατά 5,5% στις χώρες μέλη της ΕΕ. Το 2020, το 10,9% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορούσε δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης.

Η Γερμανία και η Γαλλία αφιέρωσαν τα υψηλότερα ποσοστά, δίνοντας πάνω από το 12% του αντίστοιχου ΑΕΠ τους στην υγεία. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ήταν 9,5%. Πάνω από δυόμισι χρόνια μετά την πανδημία, και παρά τους αυξημένους πόρους που κατευθυνθήκαν στην υγειονομική περίθαλψη, οι χώρες σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να αισθάνονται τον αντίκτυπο της πανδημίας και τα συστήματα υγείας δεν έχουν ακόμη ανακάμψει από τη μαζική αναστάτωση που προκλήθηκε.

Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του Εconomist, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στις πλούσιες ανεπτυγμένες οικονομίες εξακολουθούν να βρίσκονται σε δεινή κατάσταση. Στη Μεγάλη Βρετανία λίγο πριν την πανδημία, κάποιος με ιατρικό πρόβλημα που απαιτεί επείγουσα φροντίδα-να σημειωθεί ότι στην κατηγορία περιλαμβάνονται εγκεφαλικά και καρδιακά επεισόδια- περίμενε κατά μέσο όρο 20 λεπτά για ένα ασθενοφόρο. Τώρα η αναμονή είναι πάνω από μιάμιση ώρα. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας στην Αμερική λίγες πολιτείες ανέφεραν ότι οι παιδιατρικοί θάλαμοι ασφυκτιούσαν. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου του 2022, 17 πολιτείες αντιμετώπιζαν τέτοιο πρόβλημα (δηλαδή είχαν 90% ή παραπάνω πληρότητα). Στην Ελβετία και τη Γερμανία ο αριθμός των διαθέσιμων μονάδων εντατικής θεραπείας είναι χαμηλός (μάλιστα το πρόβλημα είναι πιο έντονο συγκριτικά με ορισμένους μήνες έξαρσης της πανδημίας).

Σύμφωνα με το άρθρο, η συνολική δαπάνη για την υγεία ήταν ψηλά το 2020 στις χώρες του ΟΟΣΑ, και έτσι η έλλειψη πόρων δεν μπορεί να φέρει την πλήρη υπαιτιότητα για την κατάσταση των συστημάτων υγείας. Βέβαια, παρότι αληθεύει πως με την κρίση του COVID-19 νέοι πόροι δόθηκαν σε ολόκληρο τον τομέα της υγείας (αύξηση στις δαπάνες για την υγεία το 2020 παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη της ΕΕ) είναι γνωστό ότι οι πόροι αυτοί έπρεπε να διατεθούν για παράδειγμα στη χρηματοδότηση προγραμμάτων εμβολιασμού, στη διάγνωση και στη θεραπεία για ασθενείς με COVID-19. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, μεταξύ 2013 και 2019, η κατά κεφαλήν αύξηση των δαπανών για την υγεία ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνη με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα κράτη-μέλη της ΕΕ (ετήσια αύξηση 2,5% κατά μέσο όρο σε πραγματικούς όρους). Την ίδια περίοδο, η ετήσια κατά κεφαλήν αύξηση των δαπανών για την υγεία (προσαρμοσμένη για τον πληθωρισμό) σε κάποιες χώρες της ΕΕ ήταν κάτω του 1% (Φινλανδία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Γαλλία και Ολλανδία). Ενδεχομένως η αύξηση αυτή να μην ήταν αρκετή για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών.

Εν τω μεταξύ ενώ η υγεία κοστίζει περισσότερο στους φορολογούμενους δεν σημαίνει πως ειδικά σε κάποιες χώρες τις ΕΕ οι ασθενείς δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, το 2020, το μερίδιο των δαπανών για την υγεία που χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από τα νοικοκυριά, ήταν 15% στις χώρες της ΕΕ. Σε τρεις χώρες της ΕΕ – Βουλγαρία, Ελλάδα και Μάλτα – οι πληρωμές αυτές αντιπροσώπευαν τουλάχιστον το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών για την υγεία το 2020. Επίσης, η υψηλή χρηματοδότηση δεν συνεπάγεται ότι οι ανάγκες ιατρικής περίθαλψης δεν μένουν ανεκπλήρωτες, ειδικά για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Στην Ελλάδα, το 2020 περισσότερα από ένα στα έξι άτομα με χαμηλό εισόδημα (17%) ανέφερε ότι λόγω κόστους παρέμεινε χωρίς ιατρική φροντίδα όταν χρειαζόταν.

Το άρθρο επισημαίνει επίσης, ότι σχεδόν σε κάθε πλούσια χώρα, περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται στον τομέα της υγείας από ποτέ. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, o αριθμός των ιατρών στις χώρες της ΕΕ αυξήθηκε από περίπου 1,5 εκατομμύρια το 2010 σε 1,8 εκατομμύρια το 2020. Ο μέσος όρος της αναλογίας ιατρών σε σχέση με τον πληθυσμό αυξήθηκε από 3,4/1000 το 2010 σε 4,0 το 2020. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι μέρος των καθηκόντων του ιατρικού προσωπικού εξακολουθεί να έχει να κάνει με την εκτέλεση καθημερινών πρωτοκόλλων που σχετίζονται με τον COVID-19. Επίσης, δεδομένα από νοσοκομεία των ΗΠΑ, φανερώνουν ότι το προσωπικό είναι επαγγελματικά εξουθενωμένο μετά την πανδημία. Τα παραπάνω μπορεί να μειώνουν την παραγωγικότητα στον τομέα της υγείας.

Πάντως, η απάντηση στο τι πάει στραβά με τα συστήματα υγείας δεν σχετίζεται -αποκλειστικά τουλάχιστον- με την έλλειψη πόρων και την υπό-στελέχωση στην περίθαλψη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας λιγότερο επείγουσες υπηρεσίες υγείας ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν, ενώ τα lockdown απέτρεψαν ορισμένους ασθενείς να παρευρεθούν στα προγραμματισμένα ραντεβού. Για να αξιολογήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στις υπηρεσίες υγείας, η CatherineArsenault και οι συνεργάτες της στο Harvard επικεντρώθηκαν σε δέκα χώρες χαμηλού, μεσαίου και υψηλού εισοδήματος (εκτός ΕΕ). Μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στην πρώτη φάση της πανδημίας, οι διαγνωστικές εξετάσεις καρκίνου, φυματίωσης, και ο έλεγχος HIV μειώθηκαν. Η πανδημία διέκοψε επίσης τη φροντίδα χρόνιων παθήσεων, π.χ. διαβήτη και υπέρτασης. Επιπλέον, οι ερευνητές παρατήρησαν μείωση των παιδικών εμβολιασμών, μεγαλύτερη από 10%, σε αρκετές χώρες.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η κατάσταση δεν διαφέρει πολύ στην ΕΕ. Όπως αναφέρεται, o αριθμός των αδιάγνωστων καρκίνων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 ήταν σημαντικός και στην Ευρώπη. Συχνά ο καρκίνος που ανιχνεύεται σε μεταγενέστερο στάδιο, απαιτεί πιο σύνθετη θεραπεία με μικρότερες πιθανότητες επιβίωσης. Περιστατικά ασθενών χωρίς έγκαιρη διάγνωση έχουν καταγραφεί σε πολλές χώρες της ΕΕ. Έρευνα που έγινε σε επτά κράτη-μέλη της ΕΕ το 2021 αναφέρει ότι πάνω από ένα στα πέντε άτομα ηλικίας άνω των 65 με δύο ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις έχασαν ή καθυστέρησαν τη φροντίδα τους το διάστημα 2020-2021. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας στην ΕΕ περιορίστηκε δραματικά (κατά 5 εκατομμύρια το 2020 σε σύγκριση με το 2019. Η μείωση, τόσο των διαγνωστικών εξετάσεων όσο και των προαιρετικών χειρουργικών επεμβάσεων, αύξησε τους χρόνους παραμονής των ασθενών στις λίστες αναμονής.

Επίσης, τα κρούσματα COVID-19 εξακολουθούν να χρειάζονται ιατρική φροντίδα και το σύνδρομο Long-COVID αυξάνει των αριθμό των ασθενών που έχουν ανάγκη για συνεχή υγειονομική περίθαλψη. Η μαζική επιστροφή γρίπης και άλλων ιών μετά την επάνοδο στην κανονικότητα εντείνει τα προβλήματα. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση για υποστήριξη ψυχικής υγείας μετά την πανδημία, ασκούν μεγάλη πίεση στα συστήματα υγείας παγκοσμίως. Τέλος, η ιστορία έχει δείξει ότι σε περιόδους κρίσης η διαφθορά βρίσκει γόνιμο έδαφος και αυξάνεται. Παγκόσμιοι οργανισμοί προειδοποιούν για αύξηση περιστατικών διαφθοράς στον τομέα της υγείας, ο οποίος και σε περιόδους κανονικότητας είναι ιδιαίτερα ευάλωτος.

Αναμφίβολα, η πανδημία πρόσθεσε προβλήματα στα συστήματα υγείας παγκοσμίως αλλά όπως και κάθε μεγάλη κρίση, έφερε στην επιφάνεια και ήδη υπάρχουσες χρόνιες θεσμικές αδυναμίες. Οι χώρες με λιγότερα κρούσματα COVID-19 αντιμετώπισαν λιγότερη πίεση, και κάποιες αντέδρασαν πιο αποτελεσματικά. Καμία χώρα όμως δεν υπάρχει που να μην αντιμετωπίζει προκλήσεις. Το ερώτημα είναι, εάν τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν ευκαιρία για νέες επενδύσεις και διαρθρωτικές αλλαγές στον τομέα της υγείας, ή εάν η ενεργειακή κρίση θα τις βάλει και πάλι στον πάγο.

Χρύσα Παπαλεξάτου

* Η Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ